Είχε αναμμένο μόνο ένα κερί
να σπάει τη
γκρίζα μονοτονία του δωματίου.
Χωμένος στην αρχοντική πολυθρόνα του,
βυθισμένος από νωρίς στις
βαριές σελίδες ενός παλιού βιβλίου.
Ξαφνικά, ένιωσε τον αέρα να παλεύει με τη φλόγα του κεριού
μα το δωμάτιο ήταν καλά σφαλισμένο?
η τζαμόπορτα πίσω του κλειστή,
όπως και η επιβλητική ξύλινη πόρτα, μπροστά του.
Ιδιοστιγμής, σηκώθηκε κι έμεινε,
κάμποση ώρα, εκεί, ορθός? να παρακολουθεί τη μάχη,
αυτή που φαίνονταν, απ’ ώρα πια χαμένη.
Το βιβλίο άρχισε να χορεύει
μέσα στα φαγωμένα, από το χρόνο, χέρια
και δίχως άλλο, φλόγες γεννήθηκαν
απ’ τις σελίδες μέσαθέ του.
Φόβος χτυπάει τότες την καρδιά
την ρίχνει κάτω αδύναμη, σαν
φύλλα το φθινόπωρο από τα δέντρα επάνω
πέφτουνε να ζήσουν για άλλη μια φορά?
αρχέγονό τους βίο.
Έτσι κι εκείνος, διάβαζε για να’ βρει
τους βαρβάρους κι έγινε ο ίδιος βάρβαρος
και στο κατάρτι της ψυχής του,
είναι αυτός ο … γλάρος…
pic-a-poem.gr
Άννα Κ. Γεωργάκη -1998-