Την άκουγα να μιλά
με λόγια πικραμένα,
πως όλοι τρελοί και ψεύτες
σ’αυτόν εδώ τον κόσμο.
Και μου’ λεγε θυμάμαι:
τι μεγάλη ευτυχία
να μην ξέρεις σε ποιόν
ακριβώς κόσμο Υπάρχεις.
Ακόμη∙ πως οι Έννοιες
και οι Σκέψεις σε καταντούν
άρρωστο από μελαγχολία
γιατί η ζωή μια
διαρκής σκέψη, καταντά.
Και τριγυρνούσε στους δρόμους
με μαλλιά μπερδεμένα,
βήμα ασταθές και βλέμμα
σταθερά απλανές.
Αντί για «καλημέρα»,
εκείνη έλεγε:
Τι μέρα κι αυτή, θεέ μου!
Πίστευε, αλήθεια, σε θεό;
Ποιος ξέρει;
Μ’ είχε ρωτήσει άπειρες φορές
τι για μένα ο θεός
και τι όχι…
Υπάρχει; Ρωτούσε ασυνείδητα
κι εγώ: Υπάρχουμε, Υπάρχει…
Είμαι σχεδόν σίγουρη
πως όλα έγιναν έτσι,
πως όλα κινούνταν
από την Άρνηση των άλλων
ενώ εγώ∙ τη δέχτηκα.
Αχ, η μορφή σου
με πλακώνει απόψε,
πέφτει πάνω μου, σαν
Λευκή Ταφόπλακα…
pic-a-poem.gr
Άννα Κ. Γεωργάκη -1998-