Γέλασε φανερά με ειρωνία και αηδία.
Αηδία, για την μόνιμη υπεκφυγή της απατηλής του, σκληρής πραγματικότητας.
Έκλαψε γοερά, λυγμοί παραδομένοι στην πικρόχολη ανατολή
που αχνοφαινόταν στον τοίχο, μέσα από τις χαραμάδες,
όλα κλειστά και πάλι απειλητικά πλησίαζε το αύριο.
Θύμωσε, πέταξε δυνατά την επιθυμία του, τη λαχτάρα που είχε
και τρεμόσβηνε σαν κερί που έχει φτάσει στο τέλος.
Βασάνισε τον ύπνο που ποτέ δεν ήρθε, μάταιη όμως εκδίκηση
που δεν έφερε την ευτυχία.
Αποκαρδιώθηκε, άφησε τη λήθη του να γίνει φάρμακο,
παραιτήθηκε στο άφημα του χρόνου και χάρισε την πιο γλυκιά του ανάσα,
σε εκείνη τη μορφή που ποτέ δεν είχε ξεχάσει.
Μυρωδιά από καφέ και θλίψη είχε για πρωινό
και τα πρησμένα χωρίς ζωή μάτια του αναζήτησαν μια ζάχαρη για αγκαλιά
που συνοδευόταν με την συντροφιά του απόρθητου βιβλίου του.
Σκέφτηκε πως ίσως έβρισκε μυστικά που του μάθαιναν να σηκώνεται, να κοιμάται, να αναπνέει.
Άδοξα, έχασε την ανατολή και πριν προλάβει να εκραγεί στο φως,
πέθανε αμέτρητες φορές στο δισταγμό που είχε γκρεμιστεί μέσα του.
Χωρίς ασπίδα, χωρίς κάποιος να είναι εκεί.
Ειρήνη