Οι εξόριστοι ποιητές που παίρνουν μαζί τους τα ποιήματά τους
αυτοί είναι
και μας αφήνουν μόνους και φτωχούς
Μας ξεχνούν, σαν να μην είμαστε στις πλάτες τους
σαν να μην βασιζόμαστε στις λίγες γραμμές πάνω στο ξερό χαρτί τους
Πιάστε μας για να μας σώσετε, κλαίμε, χτυπιόμαστε σαν τη μάνα που χάνει το παιδί της
Ας μην γίνουμε υπερβολικοί’
Ήδη έγινα κουραστική
Θα έλεγε κανείς ότι
λίγη αξία έχουν οι αγώνες γι’ αυτόν που δεν γνωρίζει για τι πολεμά
Ελάχιστη δόξα περιμένει εκείνον που τα παρατά,
-ποιός ή όλοι;- ξεχνούν τι αγαπάν
Έτσι είναι αυτοί
Οι ποιητές της νέας γενιάς;
Ποιος ξέρει; Ποιός τους ακούει;
Έφτασε η στιγμή να πει κανείς ότι
ελάχιστη είναι η πίκρα για εκείνον που δεν μπορεί να ακούσει τις φωνές’
Τεράστια ανακούφιση για εκείνον που μέσα στην άγνοια μπορεί να ζει
μέσα στην αφάνεια
χαμένος σε αναπολήσεις μυστικές
πνιγμένος ή ναυαγός από σκέψεις που τον τράβηξαν στα βαθιά
άραγε, είναι αργά;
Και εμείς; Οι υπόλοιποι που ακούμε
και βλέπουμε
και αισθανόμαστε
τι θα απογίνουμε εμείς;
σε ποια πατρίδα θα ψάξουμε εμείς;
Μας ξέχασαν
Ή εμείς ξεχάσαμε να ακούμε
Γ.Σ.