Καλόγνωμες γυναίκες όλο έλεος
πλαγιάζοντας μαζί μου κι
ας γνωρίζατε
αυτήν που μ’ αγαπούσε,
εκείνη σας συχώρεσε.
Και σεις οι σφηνωμένες στα παντζούρια
με το ημίφως ανασηκωμένο στα ρουθούνια,
ορθόστηθες με το τσιγάρο σας δισταχτικό,
τα χέρια σταυρωμένα,
που δεν παραδοθήκατε, γιατί το νιώσατε
πως δεν αξίζει το μεγάλο πάθος σας
για μένα· σας συχώρεσα.
Και σας που ήρθατε για ένα βράδυ
για να ξαναγυρίσετε στην αγκαλιά σας το πρωί,
πάντα το χάδι μου ακολουθεί το χέρι της αγάπης σας
κι ένα φιλί στο στόμα μου προσμένει πάλι
ένα καινούριο βράδυ…
Όσο για σας που η Αγάπη μου
δε σας χωρούσε κάποτε στην αγκαλιά μου,
ελάτε ν’ ανθιστούμε τώρα…
Μα δεν ξεχνώ και κείνες που σεβάστηκαν τον Έρωτα
κι ευγενικά μου γύρισαν την πλάτη,
σ’ όποια καλή τους τύχη – ακόλουθος φτωχή
η ευχή μου.
Μα σεις που μούρθατε από εκδίκηση
και μόνο ή από μίσος,
εσείς που πληγωμένες τρέξατε
για να σκοτώσετε,
μαυλίστες των αιώνιων με
τα παραπλανητικά σας πρόσωπα,
μες στου ματιού μου τη ματιά της
γκρεμιστήκατε και ίδιος κόνδωρας
μες στο γκρεμό σας βούτηξα
και με τα λάφυρά σας στόλισα
το Σώμα της Αγάπης μου,
το Σώμα της Αγάπης.