Μένει σε μια στέρφα γη του Νότου.
Μένει μόνη.
Η άνοιξη ανοίγει σαν λεπίδα εκεί.
Ταξιδεύω όλη μέρα σε τρένα και φέρνω πολλά βιβλία-
μερικά για τη μητέρα μου, μερικά για μένα
ανάμεσά τους και τα Απαντα της Εμιλυ Μπροντέ.
Αυτή είναι η αγαπημένη μου συγγραφέας.
Και ο βασικός φόβος μου επίσης, που έχω σκοπό ν’ αντιμετωπίσω.
Οποτε επισκέπτομαι τη μητέρα μου
είναι λες και γίνομαι η Έμιλυ Μπροντέ,
η μοναχική ζωή μου με περιστοιχίζει σαν στέρφα γη,
το άχαρό μου σώμα να βαρυπατεί στα λασποτόπια με μια αίσθηση μετάπλασης
που σβήνει σαν πλησιάσω την είσοδο της κουζίνας.
Ποιο κρέας είναι, Εμιλυ, που χρειαζόμαστε;
Μετάφραση: Ευτυχία Παναγιώτου