Άφησε να κοιτάξω το πρόσωπό σου
Στην ήρεμη αστροφεγγιά που κοιμούνται οι άνεμοι
Στους βράχους στα νερά στις όχθες που αναπνέουν
Στην ήρεμη αστροφεγγιά περπατεί ένας ήσκιος
Γνώριμος ήσκιος τον βλέπουνε τ’ άστρα μονάχα
Και τα όνειρα που δοκίμασαν ομορφιά και τρόμο
Δεν ακούς τα φτερά που διπλώνουν τη λησμονιά τους
Το κύμα πεθαίνει στα πόδια μας μετρώντας
Τους αιώνες της θάλασσας της καρδιάς μας τους χτύπους
Τα πλοία δεν κινούνται κρεμάστηκαν στο βλέμμα σου
Τα μάτια περιμένουν τον ήλιο σου για ν’ ανοίξουν
Τα δροσερά τους πέταλα από φως και θλίψη
Κυνηγώ τη σκιά σου ανάμεσα στα σχήματα
Αναζητώ το χέρι σου από άστρο σε άστρο
Άφησε να κοιτάξω το πρόσωπό σου
Σαν το φεγγάρι που κοιτάζεται στον ύπνο ενός παιδιού
Εγώ κ’ εσύ – πολύ μακριά μέσα στη νύχτα –
Σκοτεινοί είμαστε σα δυο παράθυρα της πυκνής βροχής
Εικόνες θαμπές από χλωμούς φεγγίτες και σκοτάδι
Σε ποια γωνιά ποια μάτια θα μας φωτίσουν
Πόσα φεγγάρια θα σταθούν και θα μετρήσουν τη νοσταλγία τους
Στην ασημένια σκόνη που πεθαίνοντας θα τινάξουν οι μνήμες
Δε μας μένει παρά η βοή το ποίημα που μας κράζει
Μέσα στον κίνδυνο που σκορπάει η θάλασσα στην καρδιά των βράχων
Κάτω απ’ τα χέρια που έσμιξαν τη μακρινή τους λάμψη
Κάτω απ’ τα χέρια τα σπαθιά που φυλάγουν το θάνατο