Πότε ήταν η στερνή φορά που κοίταξα
τα στρογγυλά πράσινα μάτια, τα μακριά τρεμουλιαστά κορμιά
των σκοτεινών λεόπαρδων του φεγγαριού;
Όλες οι άγριες μάγισσες, αυτές οι τόσον ευγενείς κυρίες,
παρ’ όλα τα σκουπόξυλα και τα δάκρυά τους,
τα οργισμένα δάκρυά τους, έχουν φύγει.
Οι ιεροί κένταυροι των λόφων έχουνε χαθεί∙
δεν έχω τίποτ’ άλλο εχτός από τον πικραμένον ήλιο∙
εξόριστη μητέρα, ηρωική σελήνη χάθηκες πια
και τώρα που τα πενήντα μου έχω φτάσει
πρέπει ν’ αντέξω το δειλό τον ήλιο.